- επαναδιπλάζω
- ἐπαναδιπλάζω και ποιητ. τ. έπανδιπλάζω (AM)ξαναρωτώ («τῶν δ' εἴ τί σοι ψελλόν τε καὶ δυσεύρετον ἐπανδίπλαζε και σαφῶς ἐκμάνθανε», Αισχύλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ανά + διπλάζω (παράλληλος συντετμημένος τ. τού διπλασιάζω)].
Dictionary of Greek. 2013.